αὔγασμα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς | |lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), [[λάμψις]], [[στιλπνότης]], Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὔγασμα]], το (Α) [[αυγάζω]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[φέγγος]]<br /><b>2.</b> [[λευκό]] [[εξάνθημα]] του δέρματος. | |mltxt=[[αὔγασμα]], το (Α) [[αυγάζω]]<br /><b>1.</b> [[λαμπρότητα]], [[φέγγος]]<br /><b>2.</b> [[λευκό]] [[εξάνθημα]] του δέρματος. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 11 December 2022
English (LSJ)
ατος, τό, brightness, whiteness, LXX Le.13.38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.
German (Pape)
[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.
Greek Monolingual
αὔγασμα, το (Α) αυγάζω
1. λαμπρότητα, φέγγος
2. λευκό εξάνθημα του δέρματος.