ἀρτίδροπος: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, | |lsmtext='''ἀρτίδροπος:''' -ον ([[ἄρτιος]], [[δρέπω]]), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε [[πριν]] λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, [[ἀρτίτροπος]], <i>-ον</i> ([[ἄρτι]], [[τρόπος]]), ακριβώς στην [[ηλικία]], αυτός που βρίσκεται στην [[ηλικία]] γάμου. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρτίδροπος:''' досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀρτίτροπος]]). | |elrutext='''ἀρτίδροπος:''' досл. [[недавно сорванный]], перен. [[обесчещенный]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀρτίτροπος]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἄρτιος]], [[δρέπω]]<br />[[ready]] for | |mdlsjtxt=[[ἄρτιος]], [[δρέπω]]<br />[[ready]] for [[pluck]]ing, of [[tender]] age, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:41, 21 December 2022
English (LSJ)
ον, = ἀρτιδρεπής (just plucked), v. ἀρτίτροπος.
Spanish (DGE)
-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.
Greek Monotonic
ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτίτροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v.l. ἀρτίτροπος).