σκελετεύω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]]. | |btext=[[dessécher]].<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:55, 8 January 2023
English (LSJ)
A = σκέλλω, Poll.2.194, Zonar.:—Pass., wither or waste away, Ar.Fr.851, Gal.6.126. II dry or salt flesh, Dsc.2.2 (Pass.); σ. δι' ἁλός ib.25 (Pass.); dry fruit, Gal.6.558; also, embalm a corpse, Telesp.31 H.
German (Pape)
[Seite 891] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.
French (Bailly abrégé)
dessécher.
Étymologie: σκελετός.
Greek (Liddell-Scott)
σκελετεύω: σκέλλω, Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., ξηραίνω ἢ φθείρω καὶ καταστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. ξηραίνω ἢ ἁλατίζω κρέας, Διοσκ. 2. 2· πλῆρες: σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· ὡσαύτως ταριχεύω νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.
Greek Monolingual
Α σκελετός
1. ξηραίνω, αποξηραίνω
2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω
3. ταριχεύω, βαλσαμώνω
4. παθ. σκελετεύομαι
α) ξηραίνομαι
β) φθείρομαι, καταστρέφομαι.