δήλημα: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />cause de ruine.<br />'''Étymologie:''' [[δηλέομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[cause de ruine]].<br />'''Étymologie:''' [[δηλέομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήλημα Medium diacritics: δήλημα Low diacritics: δήλημα Capitals: ΔΗΛΗΜΑ
Transliteration A: dḗlēma Transliteration B: dēlēma Transliteration C: dilima Beta Code: dh/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, mischief, bane, ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286; ὁδοιπόρων A.Fr.123; βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT1495; τύχης δηλήμασι IPE2.197 (Pantica-paeum).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
perdición, perjuicio, causa de ruina c. gen. obj. ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286, ὁδοιπόρων ... δράκων A.Fr.123, c. dat. βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT 1495, c. gen. subjet. τύχης δηλήματα IPE 2.197 (Panticapeo II d.C.), ζοφερῆς δηλήματα νυκτός Orác. en AP 14.72, cf. Sud., Hsch.

German (Pape)

[Seite 560] τό, das Verderben; von δηλέομαι, wohl nur im activischen Sinne gebräuchlich, = der V erd erber; Hom. einmal, Odyss. 12, 286 ἐκ νυκτῶν (var. lect. νυκτὸς) δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, γίγνονται; vgl. Anthol. Pal. 14, 72 Τ, τάν, λύσας ἀκτἷσι ζοφερῆς δηλήματα νυκτός; Soph. O. T. 1495 ὀνείδη, ἃ τοῖς ἐμοῖς γονεῦσιν ἔσται σφῷν θ' ὁμοῦ δηλήματα. Der singular. bei Aeschyl. fragm. Leon. ap. Steph. Byz. s. v., Χώρα (Dindorf frgm. no 114) 'Οδοιπόρων δήλημα, χωρίτης δράκων; hymn. Homer. Ap. 364 οὐδὲ σύγε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν ἔσσεαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cause de ruine.
Étymologie: δηλέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήλημα -ατος, τό [δηλέομαι] meestal plur. schade.

Russian (Dvoretsky)

δήλημα: ατος τό гибель, пагуба (ἄνεμοι, δηλήματα νηῶν Hom.; κακὸν δ. βροτοῖσιν HH; ὁδοιπόρων δ., sc. δράκων Aesch.; τινι и τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δήλημα: τό, βλάβη, φθορά, ὄλεθρος, νηῶν δ., ὄλεθρος πλοίων, Ὀδ. Μ. 286· ὁδοιπόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 121· βροτοῖς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 364· γονεῦσιν... σφῶν θ’ ὁμοῦ δηλήματα Σοφ. Ο. Τ. 1495· τύχης δηλήμασι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 538.

English (Autenrieth)

destruction; of winds, δηλήματα νηῶν, ‘destroyers,’ Od. 12.286.

Greek Monolingual

δήλημα, το (Α) δηλέομαι (Ι)]
βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται»).

Greek Monotonic

δήλημα: -ατος, τό, βλάβη, φθορά, όλεθρος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.

Middle Liddell

[from δηλέομαι
a mischief, bane, Od., Soph.

English (Woodhouse)

cause of mischief

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)