δύσπλανος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui erre misérablement.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[πλάνη]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui erre misérablement]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[πλάνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, wandering in misery, A.Pr.608 (lyr.); δ. ἀλατείαις ib.900 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δύσπλᾰνος) -ον
de enloquecido errar παρθένος ref. Ío, A.Pr.608, cf. 900.
German (Pape)
[Seite 687] unglücklich umherirrend, Aesch. Prom. 611. 902.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre misérablement.
Étymologie: δυσ-, πλάνη.
Russian (Dvoretsky)
δύσπλᾰνος: преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями (δ. παρθένος = Ἰώ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσπλᾰνος: -ον, ἀθλίως πλανώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 608, 900.
Greek Monolingual
δύσπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία.
Greek Monotonic
δύσπλᾰνος: -ον (πλάνη), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία, σε Αισχύλ.