κακοθάνατος: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui meurt misérablement.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θάνατος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui meurt misérablement]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θάνατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:27, 8 January 2023
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying miserably, Plu.2.22c (as expl. of ῥιγεδανός), cf. Vett.Val. 128.19, Sch.E.Hipp.1143.
German (Pape)
[Seite 1300] schlimm, unglücklich sterbend; schlimmen Tod bringend, wie nach Plut. de aud. poet. 5 ῥιγεδανὴ Ἑλένη von Einigen als κακοθάνατος erklärt wurde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui meurt misérablement.
Étymologie: κακός, θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
κακοθάνᾰτος: причиняющий трагическую смерть (Ἑλένη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθάνᾰτος: -ον, ἀποθνήσκων κακῶς ἢ ἀθλίως, Πλούτ. 2. 22C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακοθάνατος, -ον)
αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με κακό θάνατο
νεοελλ.
(ως κατάρα) που είθε να έχει κακό θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον πατέρα του;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμοθάνατος, ισοθάνατος.