καλωστρόφος: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />cordier.<br />'''Étymologie:''' [[κάλως]], [[στρέφω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[cordier]].<br />'''Étymologie:''' [[κάλως]], [[στρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, rope-twister, rope-maker, ropemaker, Plu.Per.12.
German (Pape)
[Seite 1315] ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cordier.
Étymologie: κάλως, στρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.
Russian (Dvoretsky)
καλωστρόφος: ὁ канатчик Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλωστρόφος: ὁ, ὁ συστρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πλουτ. Περικλ. 12.
Greek Monolingual
ο (Α καλωστρόφος)
αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ + -στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακοστρόφος, σχοινοστρόφος.
Greek Monotonic
κᾰλωστρόφος: ὁ, (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.