σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui ne dit que des subtilités.<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui ne dit que des subtilités]].<br />'''Étymologie:''' [[σκινδάλαμος]], [[φράζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδᾰλᾰμοφράστης Medium diacritics: σκινδαλαμοφράστης Low diacritics: σκινδαλαμοφράστης Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΦΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skindalamophrástēs Transliteration B: skindalamophrastēs Transliteration C: skindalamofrastis Beta Code: skindalamofra/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, straw-splitter, AP11.354 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.

Russian (Dvoretsky)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.

Greek Monotonic

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,
a straw-splitter, Anth.