σιδηροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux doigts de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δάκτυλος]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux doigts de fer]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δάκτυλος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροδάκτῠλος Medium diacritics: σιδηροδάκτυλος Low diacritics: σιδηροδάκτυλος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: sidērodáktylos Transliteration B: sidērodaktylos Transliteration C: sidirodaktylos Beta Code: sidhroda/ktulos

English (LSJ)

ον, iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδοδάκτυλος.

Greek Monotonic

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.