φιλοκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]].
|btext=ής, ές :<br />[[très flexible]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκαμπής Medium diacritics: φιλοκαμπής Low diacritics: φιλοκαμπής Capitals: ΦΙΛΟΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: philokampḗs Transliteration B: philokampēs Transliteration C: filokampis Beta Code: filokamph/s

English (LSJ)

ές, easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκαμπής: легко сгибаемый или согнутый (κίρκος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].

Greek Monotonic

φῐλοκαμπής: -ές, γεν. -έος (κάμπτω), αυτός που κάμπτεται εύκολα, λυγερός, εύκαμπτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-καμπής, ές κάμπτω
easily bending, lithe, Anth.