ἀμέλητος: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />dont on ne se préoccupe pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμελέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[dont on ne se préoccupe pas]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμελέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, not to be cared for, unworthy of care, πόλλ' ἀμέλητα μέλει Thgn.422. Adv. ἀμελητί heedlessly, Luc.Tim.12.
Spanish (DGE)
-ον
que no debería importar καί σφιν πόλλ' ἀμέλητα μέλει les importan muchas cosas que no deberían importarles Thgn.422.
German (Pape)
[Seite 121] warum man sich nicht kümmern soll, Theogn. 422.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne se préoccupe pas.
Étymologie: ἀμελέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέλητος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀνάξιος φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα μέλει Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, εἶναι πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί.
Greek Monolingual
ἀμέλητος, -ον (Α)
ο μη άξιος φροντίδας, προσοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέλω.
Greek Monotonic
ἀμέλητος: -ον (ἀμελέω), αυτός για τον οποίο δε φροντίζει κάποιος, σε Θέογν.
Middle Liddell
ἀμελέω
not to be cared for, Theogn.