χρυσόλογχος: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la lance d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[λόγχη]].
|btext=ος, ον :<br />[[à la lance d'or]].<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[λόγχη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσόλογχος Medium diacritics: χρυσόλογχος Low diacritics: χρυσόλογχος Capitals: ΧΡΥΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: chrysólonchos Transliteration B: chrysolonchos Transliteration C: chrysologchos Beta Code: xruso/logxos

English (LSJ)

ον, with spear of gold, Παλλάς E.Ion9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lance d'or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόλογχος: вооруженный золотым копьем (Παλλάς Eur., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύ-λογχος].

Greek Monotonic

χρῡσόλογχος: -ον (λόγχη), αυτός που έχει χρυσή λόγχη, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-λογχος, ον, λόγχη
with spear of gold, Eur.

English (Woodhouse)

with golden spear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)