ἀπενθής: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />exempt de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πένθος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[exempt de deuil]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πένθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.
Spanish (DGE)
-ές
1 libre de dolor ἀ. πέργαμ' A.Pr.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.Fr.11.2, Nonn.D.38.165, (Ἑλλάς) Plu.Flam.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.20.10.
2 que aleja el dolor βότρυς Nonn.D.7.87.
German (Pape)
[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
exempt de deuil.
Étymologie: ἀ, πένθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπενθής: беспечальный, не знающий горя Aesch., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.
Greek Monolingual
ἀπενθής (-ούς), -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πένθος ή θλίψη
2. ο απένθητος, εκείνος για τον οποίο δεν πένθησαν.
Greek Monotonic
ἀπενθής: -ές (πένθος), αυτός που δεν πενθεί, δεν είναι θλιμμένος, σε Αισχύλ.