ἐξεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />][[travail de composition]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[travail de composition]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεργᾰσία Medium diacritics: ἐξεργασία Low diacritics: εξεργασία Capitals: ΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: exergasía Transliteration B: exergasia Transliteration C: eksergasia Beta Code: e)cergasi/a

English (LSJ)

ἡ, A working out, completion, Plb.10.45.6. II labour at a thing, ἡ πεπονημένη ἐ. [τῆς γῆς] high state of cultivation, App.BC1.11: abs., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐ. Thphr.CP3.1.6: treatment, discussion of a subject by an author, D.H.Isoc.4, Gal.5.664, etc.; ἡ καθ' ἕκαστον ἐ. Plu.2.1004e, cf. Phld.Rh.1.121 S.; ποιητικὴ ἐ. Id.Po.5.1: pl., ib.2.47; ἐ. λογικὴ Iamb.Comm.Math.24.

German (Pape)

[Seite 877] ἡ, Ausarbeitung, Vollendung, Pol. 10, 45, 6; Behandlung in der Rede, D. Hal. de Isocr. 4, 12, oft, u. Plut.; – γῆς, Bestellung des Landes, App. B. Civ. 1, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail de composition.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεργᾰσία:
1 завершение, довершение Polyb.;
2 разработка, разъяснение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεργασία: ἡ, ἐπεξεργασία, συμπλήρωσις, τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι’ ἡμῶν Πολύβ. 10. 45, 6. ΙΙ. τὸ ἐξεργάζεσθαί τι, καλλιεργία, μισθὸν ἅμα τῆς πεπονημένης ἐξεργασίας αὐτάρκη φερομένους Ἀππ. Ἐμφυλ., 1. 11· ἀπολ., ἀκριβὴς καὶ πολλὴ ἐξ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 6: -ἐπὶ ἐπεξεργασίας λόγου, τάξις δὲ καὶ μερισμοὶ τῶν πραγμάτων καὶ ἡ κατ’ ἐπιχείρημα ἐξεργασία... ἀγαθὰ Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 4, κτλ.· ἡ καθ’ ἕκαστον ἐξ. Πλούτ. 2. 1004E.

Greek Monolingual

η (AM ἐξεργασία) εξεργάζομαι
επεξεργασία, συμπλήρωση («τυχὼν δὲ τῆς ἐξεργασίας δι' ἡμῶν», Πολ.)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξελικτικών φαινομένων κάποιας νοσηρής λειτουργικής ή ανατομικής κατάστασης
αρχ.
1. (για λόγο) φροντισμένη διαπραγμάτευση ενός θέματος
2. καλλιέργεια.