δακνώδης: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />mordant, piquant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[mordant]], [[piquant]].<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
•fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.
German (Pape)
[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.
Greek Monolingual
δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.