κακοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a des jambes mauvaises, faibles.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[σκέλος]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui a des jambes mauvaises]], [[faibles]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[σκέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσκελής Medium diacritics: κακοσκελής Low diacritics: κακοσκελής Capitals: ΚΑΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: kakoskelḗs Transliteration B: kakoskelēs Transliteration C: kakoskelis Beta Code: kakoskelh/s

English (LSJ)

ές, with bad legs, ἵππος X.Mem.3.3.4.

German (Pape)

[Seite 1303] ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des jambes mauvaises, faibles.
Étymologie: κακός, σκέλος.

Greek Monolingual

κακοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, ταχυσκελής].

Greek Monotonic

κᾰκοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοσκελής: имеющий плохие, т. е. слабые ноги (ἵππος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοσκελής -ές [κακός, σκέλος] met slechte benen (van een paard).

Middle Liddell

κᾰκο-σκελής, ές σκέλος
with bad legs, Xen.