κενωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vider, qui vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
|btext=ή, όν :<br />[[propre à vider]], [[qui vide]].<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενωτικός Medium diacritics: κενωτικός Low diacritics: κενωτικός Capitals: ΚΕΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kenōtikós Transliteration B: kenōtikos Transliteration C: kenotikos Beta Code: kenwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A tending to empty, κύστεως Ael.NA14.4; depletive, Gal.18 (1).118 (Sup.). 2 purgative, Id.15.198.

German (Pape)

[Seite 1419] ausleerend; φάρμακον Medic.; Ael. H. A. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à vider, qui vide.
Étymologie: κενόω.

Greek (Liddell-Scott)

κενωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ κενοῦν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4· ― καθαρτικὸν φάρμακον, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κενωτικός, -ή, -όν) κενώ
αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο καθαρτικός («κενωτικά φάρμακα)
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι κενωτικοί
λουθηρανική αίρεση του 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της ενανθρωπήσεώς του απέβαλε τελείως τις θεϊκές του ιδιότητες
αρχ.
αυτός που προκαλεί κένωση («κύστεως κενωτικός», Αιλιαν.).