θυσανωτός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />garni de franges, d'une bordure.<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
|btext=ή, όν :<br />[[garni de franges]], [[d'une bordure]].<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσανωτός Medium diacritics: θυσανωτός Low diacritics: θυσανωτός Capitals: ΘΥΣΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: thysanōtós Transliteration B: thysanōtos Transliteration C: thysanotos Beta Code: qusanwto/s

English (LSJ)

ή, όν,= θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189; ἔνδυμα J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni de franges, d'une bordure.
Étymologie: θύσανος.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.

Greek Monotonic

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = θυσανόεις, Hdt.]