νεμέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui distribue la justice, juge.<br />'''Étymologie:''' [[νέμω]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />[[qui distribue la justice]], [[juge]].<br />'''Étymologie:''' [[νέμω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμέτωρ Medium diacritics: νεμέτωρ Low diacritics: νεμέτωρ Capitals: ΝΕΜΕΤΩΡ
Transliteration A: nemétōr Transliteration B: nemetōr Transliteration C: nemetor Beta Code: neme/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, dispenser of justice, avenger, Ζεύς A.Th.485 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 239] ορος, ὁ, der Vertheiler, bes. der Recht vertheilt, Gerechtigkeit übt, der Richter, Rächer, Ζεύς, Aesch. Sept. 467.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui distribue la justice, juge.
Étymologie: νέμω.

Russian (Dvoretsky)

νεμέτωρ: ορος ὁ воздающий по заслугам, каратель, мститель (Ζεύς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεμέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 489.

Greek Monolingual

νεμέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε- του ρ. νέμω (πρβλ. νέμε-σις) + επίθημα -τωρ, πιθ. κατά το γενέ-τωρ (βλ. και λ. νέμω)].

Greek Monotonic

νεμέτωρ: -ορος, ὁ (νέμω), αυτός που απονέμει τα δίκαια, εκδικητής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεμέτωρ, ορος, ὁ, νέμω
an avenger, Aesch.