στενόω: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />resserrer, rétrécir.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]]. | |btext=-ῶ :<br />[[resserrer]], [[rétrécir]].<br />'''Étymologie:''' [[στενός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:35, 8 January 2023
English (LSJ)
Ion. στεινόω, straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς . . ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω 11.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.
German (Pape)
[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.
Russian (Dvoretsky)
στενόω: ион. στεινόω стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.
Greek Monotonic
στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.
Middle Liddell
to straiten:—in Pass., Anth.