πολυστάφυλος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />abondant en raisins, en vignes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σταφυλή]].
|btext=ος, ον :<br />[[abondant en raisins]], [[en vignes]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σταφυλή]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:38, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστάφῠλος Medium diacritics: πολυστάφυλος Low diacritics: πολυστάφυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: polystáphylos Transliteration B: polystaphylos Transliteration C: polystafylos Beta Code: polusta/fulos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, rich in grapes, of places, Il.2.507, S.Ant.1133 (lyr.); also Διόνυσε h.Hom.26.11; ἄμπελος Hecat.15J.

German (Pape)

[Seite 673] vieltraubig; Beiname einer Stadt, Il. 2, 507; Dionysos, H. H. 25, 7; ἀκτά, Soph. Ant. 1120; sp. D., wie in der Anth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en raisins, en vignes.
Étymologie: πολύς, σταφυλή.

Russian (Dvoretsky)

πολυστάφῠλος: (ᾰ) обильный виноградом (Ἄρνη Hom.; Διόνυσος Hom.; ἀκτά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυστάφῠλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σταφυλάς, Ἰλ. Β. 507, Ὕμν. Ὁμ. 25. 11, Σοφ. Ἀντ. 1133, κτλ.

English (Autenrieth)

(σταφυλή): with many clusters, rich in grapes, Il. 2.507 and 537.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυστάφυλος, -ον, ΝΑ
(ιδίως για αμπέλι) γεμάτος σταφύλια
αρχ.
1. (για πόλη) αυτός που παράγει πολλά σταφύλια
2. προσωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φερε-στάφυλος].

Greek Monotonic

πολυστάφῠλος: [ᾰ], -ον, πλούσιος σε σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.

Middle Liddell

πολυ-στᾰ́φῠλος, ον,
rich in grapes, Il., Soph.