ἑξάχειρ: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />à six mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[χείρ]]. | |btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />[[à six mains]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[χείρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:40, 9 January 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, six-handed, Luc.Herm.74, Tox.62:— also ἑξά-χειρος, ον, Ps.-Callisth.3.28.
German (Pape)
[Seite 874] ειρος, sechshändig, Luc. Hermot. 74 Tox. 72.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
à six mains.
Étymologie: ἕξ, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάχειρ: χειρος adj. шестирукий (Γηρυών Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἓξ χεῖρας ἔχων, Λουκ. Ἑρμ. 74, Τόξαρ. 62.
Spanish
Greek Monolingual
ἑξάχειρ, ο, η και ἑξάχειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει έξι χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χειρ].
Greek Monotonic
ἑξάχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει έξι χέρια, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἑξά-χειρ, ειρος, ὁ, ἡ, n
six-handed, Luc.
Léxico de magia
ἡ que tiene seis manos de una figura pintada de Hécate Ἑκάτη τριπρόσωπος ἑ. κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶν λαμπάδας una Hécate de tres caras y seis manos, sosteniendo antorchas en ellas P IV 2119