ἀμοθεί: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sans querelle, sans dissension.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μόθος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[sans querelle]], [[sans dissension]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μόθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:55, 9 January 2023
French (Bailly abrégé)
adv.
sans querelle, sans dissension.
Étymologie: ἀ, μόθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοθεί: Ἐπίρρ. ἐν Θουκ. 5. 77, ἐκ συμβατηρίου ἐγγράφου μεταξὺ Λακεδαιμον. καὶ Ἀργείων, πιθ. (ἐκ τοῦ α στερ. καὶ μόθος), ἄνευ φιλονικίας ἢ φατριασμοῦ, ἀστασιάστως, ἴδε Ahrens π. Δωρ. Διαλ. σ. 481. ― Ὁ τύπος εἰς -ει ὑποστηρίζεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. σ. 165· «τὰ εἰς θει ἐπιρρήματα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, οἷον ἀμοθεί, ἀμοχθεὶ κτλ.·» ὥστε ἡ γραφὴ ἀμόθι = ἀμοῦ γέπου (πρβλ. οὐδαμόθι) δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοθεί: v. l. ἀμοθί adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.).
Middle Liddell
[from α privat.,, μόθος
without quarrel, Lacon. word in Thuc.