πολιόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux blancs, chenu.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />[[aux cheveux blancs]], [[chenu]].<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], [[θρίξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιόθριξ Medium diacritics: πολιόθριξ Low diacritics: πολιόθριξ Capitals: ΠΟΛΙΟΘΡΙΞ
Transliteration A: polióthrix Transliteration B: poliothrix Transliteration C: poliothriks Beta Code: polio/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, greyhaired, ἱέρειαι Str. 7.2.3.

German (Pape)

[Seite 655] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blancs, chenu.
Étymologie: πολιός, θρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολιὰν τὴν κόμην, ἱέρειαι Στράβ. 293.

Greek Monolingual

-τριχος, β, ή, ΜΑ
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ].

Greek Monotonic

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα κόμη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
grayhaired, Strab.