λογχοφόρος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ancient Greek: αἰχμητής, ἀκοντιστής, ἀκοντιστήρ, λογχοφόρος, δορυφόρος;" to "Ancient Greek: αἰχμαῖος, αἰχμήεις, αἰχμήεσσα...) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[spearman]]=== | |trtx====[[spearman]]=== | ||
Arabic: رَمَّاح; Bulgarian: копиеносец; French: [[lancier]], [[piquier]]; Greek: [[λογχοφόρος]]; Ancient Greek: [[αἰχμητής]], [[ | Arabic: رَمَّاح; Bulgarian: копиеносец; French: [[lancier]], [[piquier]]; Greek: [[λογχοφόρος]]; Ancient Greek: [[αἰχμαῖος]], [[αἰχμήεις]], [[αἰχμήεσσα]], [[αἰχμητής]], [[αἰχμοφόρος]], [[ἀκοντιστήρ]], [[ἀκοντιστής]], [[δορυφόρος]], [[κονταράτος]], [[λογχήρης]], [[λογχοφόρος]]; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزهدار, سرباز نیزهدار; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare | ||
}} | }} |
Revision as of 08:59, 26 January 2023
English (LSJ)
ον, spear-bearing, Id.Hec.1089: as substantive λογχοφόρος, ὁ, spearman, pikeman, Ar.Pax1294, X.Cyr.2.1.5, Plb.3.84.14, POxy.1241 ii 16 (ii A. D.); χιλίαρχοι λ. Sammelb.6154.6 (i B. C.), Bull.Soc.Alex.7.64.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
porteur de lance ; ὁ λογχοφόρος lancier.
Étymologie: λόγχη, φέρω.
German (Pape)
wie λογχηφόρος, der Lanzenträger; Eur. Hec. 1205; Xen. Cyr. 2.1.2; Pol. 3.72.7.
Russian (Dvoretsky)
λογχοφόρος: II ὁ копьеносец, копейщик Xen., Plut.
копьеносный, вооруженный копьями (Θρῄκης γένος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λογχοφόρος: -ον, ὁ φέρων λόγχην, Εὐρ. Ἑκ. 1089· ὡς οὐσιαστ. λογχοφόρος, ὁ, ἄπερρε καὶ τοῖς λογχοφόροισιν ᾆδ· ἰὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1294, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λογχοφόρος, -ον)
1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι
ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) είδος χορού, αλλ. λανσιέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος].
Greek Monotonic
λογχοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κουβαλάει λόγχη, σε Ευρ.· ως ουσ., ακοντιστής, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ.
Middle Liddell
λογχο-φόρος, ον φέρω
spear-bearing, Eur.: as substantive a spear-man, pike-man, Ar., Xen., etc.
Translations
spearman
Arabic: رَمَّاح; Bulgarian: копиеносец; French: lancier, piquier; Greek: λογχοφόρος; Ancient Greek: αἰχμαῖος, αἰχμήεις, αἰχμήεσσα, αἰχμητής, αἰχμοφόρος, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστής, δορυφόρος, κονταράτος, λογχήρης, λογχοφόρος; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزهدار, سرباز نیزهدار; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare