λειχήνας: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και [[λειχήνα]], η (AM [[λειχήν]], -ῆνος, ὁ, Α και [[λιχήν]], -ῆνος, Μ και [[λειχήνα]] και [[λειχήνη]], ἡ)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην [[επιφάνεια]] λίθων και το οποίο [[είναι]] συμβιωτικό [[φυτό]] που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό [[φύκος]] και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε [[συμβίωση]] («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ [[βρύον]] καλοῦσι», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ιατρ.-[[κτην]].)<br />βλατιδώδες [[εξάνθημα]] στην [[επιδερμίδα]] τών ανθρώπων και τών ζώων, το οποίο [[είναι]] άγνωστης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε όλα τα [[σημεία]] του σώματος, συχνότερα όμως στις πρόσθιες επιφάνειες τών καρπών και τών πήχεων, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα, [[καθώς]] και σε διάφορους βλεννογόνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντομο]] επιβλαβές για τα φυτά<br /><b>2.</b> το [[εξόγκωμα]] που σχηματίζεται στα γόνατα και στις οπλές τών αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] «[[γλείφω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ην</i>, -<i>ῆνος</i> ([[πρβλ]]. <i>απτ</i>-<i>ήν</i>)].
|mltxt=ο, και [[λειχήνα]], η (AM [[λειχήν]], -ῆνος, ὁ, Α και [[λιχήν]], -ῆνος, Μ και [[λειχήνα]] και [[λειχήνη]], ἡ)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην [[επιφάνεια]] λίθων και το οποίο [[είναι]] συμβιωτικό [[φυτό]] που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό [[φύκος]] και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε [[συμβίωση]] («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ [[βρύον]] καλοῦσι», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ιατρ.-[[κτην]].)<br />βλατιδώδες [[εξάνθημα]] στην [[επιδερμίδα]] τών ανθρώπων και τών ζώων, το οποίο [[είναι]] άγνωστης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε όλα τα [[σημεία]] του σώματος, συχνότερα όμως στις πρόσθιες επιφάνειες τών καρπών και τών πήχεων, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα, [[καθώς]] και σε διάφορους βλεννογόνους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντομο]] επιβλαβές για τα φυτά<br /><b>2.</b> το [[εξόγκωμα]] που σχηματίζεται στα γόνατα και στις οπλές τών αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειχ</i>- του [[λείχω]] «[[γλείφω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ην</i>, -<i>ῆνος</i> ([[πρβλ]]. [[απτήν]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, -ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, -ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ)
1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και έναν νηματοειδή μύκητα που ζουν σε συμβίωση («λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ βρύον καλοῦσι», Διοσκ.)
2. (ιατρ.-κτην.)
βλατιδώδες εξάνθημα στην επιδερμίδα τών ανθρώπων και τών ζώων, το οποίο είναι άγνωστης αιτιολογίας και εμφανίζεται σε όλα τα σημεία του σώματος, συχνότερα όμως στις πρόσθιες επιφάνειες τών καρπών και τών πήχεων, στους μηρούς, στα γεννητικά όργανα, καθώς και σε διάφορους βλεννογόνους
αρχ.
1. έντομο επιβλαβές για τα φυτά
2. το εξόγκωμα που σχηματίζεται στα γόνατα και στις οπλές τών αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ- του λείχω «γλείφω» + επίθημα -ην, -ῆνος (πρβλ. απτήν)].