μεταστοιχεί: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταστοιχεί]] και [[μεταστοιχί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για άρματα έτοιμα για [[αρματηλασία]] ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη [[σειρά]], στη [[γραμμή]] («στὰν δὲ [[μεταστοιχί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στοιχεί</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[διάταξη]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεταστοιχεί]] και [[μεταστοιχί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για άρματα έτοιμα για [[αρματηλασία]] ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη [[σειρά]], στη [[γραμμή]] («στὰν δὲ [[μεταστοιχί]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στοιχεί</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[διάταξη]]»), [[πρβλ]]. [[τριστοιχεί]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:45, 8 May 2023
English (LSJ)
or μετα-ί, Adv. all in a row, στὰν δὲ μ., of chariots ready to start in a race, Il.23.358; of runners, ib.757.
German (Pape)
[Seite 154] v.l. für μεταστοιχί.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. μεταστοιχί.
Greek Monolingual
μεταστοιχεί και μεταστοιχί (Α)
επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ. τριστοιχεί].
Greek Monotonic
μεταστοιχεί: ή -ί (στοῖχος), επίρρ., όλοι σε στοίχιση, σε πλήρη στοίχιση, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
στοῖχος
adv. all in a row, Il.