μηλοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μηλοσκόπος]] [[κορυφή]]» — [[σημείο]] από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i> «[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»), [[πρβλ]]. <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[μηλοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μηλοσκόπος]] [[κορυφή]]» — [[σημείο]] από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i> «[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />μηλο-σκόπος, [[κορυφή]], the top of a [[hill]] from [[which]] [[sheep]] or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.
|mdlsjtxt=<br />μηλο-σκόπος, [[κορυφή]], the top of a [[hill]] from [[which]] [[sheep]] or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 06:45, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσκόπος Medium diacritics: μηλοσκόπος Low diacritics: μηλοσκόπος Capitals: ΜΗΛΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mēloskópos Transliteration B: mēloskopos Transliteration C: miloskopos Beta Code: mhlosko/pos

English (LSJ)

κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλα) may be watched, h.Hom.19.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'où l'on voit paître les troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, σκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσκόπος: κορυφή, ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.

Greek Monolingual

μηλοσκόπος, -ον (Α)
φρ. «μηλοσκόπος κορυφή» — σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -σκόπος (< σκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω»), πρβλ. οιωνοσκόπος].

Middle Liddell


μηλο-σκόπος, κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.