ετερόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόπτωτος]], -ον)<br />ο [[ετερόκλιτος]], αυτός που παρουσιάζει [[ανωμαλία]] στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη [[λέξη]] στην οποία αναφέρεται («[[ετερόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόπτωτον</i><br />[[αλλαγή]] πτώσεως (ως [[σχήμα]] λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. <i>αμετά</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόπτωτος]], -ον)<br />ο [[ετερόκλιτος]], αυτός που παρουσιάζει [[ανωμαλία]] στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη [[λέξη]] στην οποία αναφέρεται («[[ετερόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόπτωτον</i><br />[[αλλαγή]] πτώσεως (ως [[σχήμα]] λόγου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[αμετάπτωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:57, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόπτωτος, -ον)
ο ετερόκλιτος, αυτός που παρουσιάζει ανωμαλία στον σχηματισμό τών πτώσεων («το ύδωρ, του ύδατος»)
νεοελλ.
αυτός που δεν συμφωνεί «κατὰ πτῶσιν» με τη λέξη στην οποία αναφέρεται («ετερόπτωτος προσδιορισμός»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόπτωτον
αλλαγή πτώσεως (ως σχήμα λόγου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. αμετάπτωτος].