νεατός: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεατός]], -ή, -όν (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.<br /> <b>(II)</b><br />[[νεατός]], ὁ (Α) όργωμα, [[καλλιέργεια]] χέρσας γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεώ</i> (Ι) «[[καλλιεργώ]] νέο αγρό» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεατός]], -ή, -όν (Α) [<i>νεώ</i> (Ι)]<br />(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.<br /> <b>(II)</b><br />[[νεατός]], ὁ (Α) όργωμα, [[καλλιέργεια]] χέρσας γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεώ</i> (Ι) «[[καλλιεργώ]] νέο αγρό» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λικμητός]], [[υετός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεᾰτός, οῦ, ὁ,<br />a [[ploughing]] up of [[fallow]] [[land]], Xen. [from [[νεάω]] | |mdlsjtxt=νεᾰτός, οῦ, ὁ,<br />a [[ploughing]] up of [[fallow]] [[land]], Xen. [from [[νεάω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ὁ, breaking-up of fallow land, X.Oec.7.20.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, Bestellung des Brachfeldes, Xen. Oec. 7, 20, u. Zeit der Bestellung.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le premier labour d'une terre en jachère.
Étymologie: νεάω.
Par. νειός.
Russian (Dvoretsky)
νεᾰτός: ὁ вспашка парового поля, взмет Xen.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾰτός: -ή, -όν, (νεάω) χέρσος χῶρος νεωστὶ ἀροθείς, «νεατὴ γῆ ἐστιν ἡ προτμηθεῖσα ἢ ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἀργήσασα, ἣν οἱ Γραικοὶ νέασιν καλοῦσιν» Πανδέκ.· ἐν Γλωσσ. καὶ νεατίς.
Greek Monolingual
(I)
νεατός, -ή, -όν (Α) [νεώ (Ι)]
(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.
(II)
νεατός, ὁ (Α) όργωμα, καλλιέργεια χέρσας γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + επίθημα -τός (πρβλ. λικμητός, υετός)].
Middle Liddell
νεᾰτός, οῦ, ὁ,
a ploughing up of fallow land, Xen. [from νεάω