μύειος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>τύμβ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μύειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i><br />([[πρβλ]]. [[τύμβειος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύειος Medium diacritics: μύειος Low diacritics: μύειος Capitals: ΜΥΕΙΟΣ
Transliteration A: mýeios Transliteration B: myeios Transliteration C: myeios Beta Code: mu/eios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (μῦς) of, belonging to mice, An.Ox.2.286.

German (Pape)

[Seite 213] von Mäusen (?).

Greek (Liddell-Scott)

μύειος: -ον, (μῦς) ὁ ἀνῆκων εἰς τοὺς μῦς, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 286.

Greek Monolingual

μύειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. -ειος
(πρβλ. τύμβειος)].