νεβρίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεβρίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με νεβρό, [[κατάστικτος]] σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες [[νεβρίας]] γαλεούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορνιθ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[νεβρίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με νεβρό, [[κατάστικτος]] σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες [[νεβρίας]] γαλεούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[ορνιθίας]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρίας Medium diacritics: νεβρίας Low diacritics: νεβρίας Capitals: ΝΕΒΡΙΑΣ
Transliteration A: nebrías Transliteration B: nebrias Transliteration C: nevrias Beta Code: nebri/as

English (LSJ)

ου, ὁ, dappled like a fawn, γαλεός Arist.HA565a26, cf. Hsch.s.v. λάδας.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, einem Hirschkalbe ähnlich, so bunt gefleckt, γαλεός, Arist. H. A. 6, 10.

Russian (Dvoretsky)

νεβρίᾱς: ου adj. m похожий на оленя, т. е. пятнистый, как олень (γαλεός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίας: -ου, ὁ, ποικίλος, κατάστικτος ὡς νεβρός, γαλεὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 10.

Greek Monolingual

νεβρίας, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῦσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. ορνιθίας)].