ξυρίας: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυρίας]], ὁ (Α)<br />(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ [[τρίχες]], [[ὄγκος]] δὲ ἐστι τὸ [[ὑπέρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὤν τὰς [[παρειάς]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πωγων</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[ξυρίας]], ὁ (Α)<br />(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν [[ξυρίας]] πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ [[τρίχες]], [[ὄγκος]] δὲ ἐστι τὸ [[ὑπέρ]] τὸ [[πρόσωπον]] ἀνέχον εἰς [[ὕψος]] λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ [[γένειον]] ἐν χρῷ [[κουρίας]] ἐστὶν ὁ [[ξυρίας]], [[ἐπιμήκης]] ὤν τὰς [[παρειάς]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] «[[ξυράφι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[πωγωνίας]])].
}}
}}

Revision as of 08:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίας Medium diacritics: ξυρίας Low diacritics: ξυρίας Capitals: ΞΥΡΙΑΣ
Transliteration A: xyrías Transliteration B: xyrias Transliteration C: ksyrias Beta Code: curi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, shaveling, Poll.4.133, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, der Geschorene, Poll. 4, 133.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίας: -ου, ὁ, Τραγικὸν πρόσωπον τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην· προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. ὄγκος δέ ἐστι τὸ ὑπὲρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὢν τὰς παρειὰς» Πολυδ. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.

Greek Monolingual

ξυρίας, ὁ (Α)
(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὤν τὰς παρειάς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. πωγωνίας)].