οροπέδιο: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὀροπέδιον]] και [[ὀριπέδιον]])<br /><b>1.</b> πεδινή [[έκταση]] [[πάνω]] σε [[βουνό]] ή λόφο, ορεινή [[πεδιάδα]], υψηλή επίπεδη [[επιφάνεια]] της Γης που περιβάλλεται τυπικά από κρημνούς σε μία ή σε περισσότερες πλευρές της<br />2.<b>φρ.</b> «ωκεάνιο [[οροπέδιο]]» — [[μεγάλη]] υποθαλάσσια [[έξαρση]] με απότομες πλευρές και με εκτεταμένη σχετικά επίπεδη ή ομαλά κεκλιμένη [[κορυφή]], αλλ. υποθαλάσσιο [[οροπέδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[πεδίον]] «[[πεδιάδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λεκανο</i>-<i>πέδιο</i>)].
|mltxt=το (Α [[ὀροπέδιον]] και [[ὀριπέδιον]])<br /><b>1.</b> πεδινή [[έκταση]] [[πάνω]] σε [[βουνό]] ή λόφο, ορεινή [[πεδιάδα]], υψηλή επίπεδη [[επιφάνεια]] της Γης που περιβάλλεται τυπικά από κρημνούς σε μία ή σε περισσότερες πλευρές της<br />2.<b>φρ.</b> «ωκεάνιο [[οροπέδιο]]» — [[μεγάλη]] υποθαλάσσια [[έξαρση]] με απότομες πλευρές και με εκτεταμένη σχετικά επίπεδη ή ομαλά κεκλιμένη [[κορυφή]], αλλ. υποθαλάσσιο [[οροπέδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> [[πεδίον]] «[[πεδιάδα]]» ([[πρβλ]]. [[λεκανοπέδιο]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:46, 8 May 2023

Greek Monolingual

το (Α ὀροπέδιον και ὀριπέδιον)
1. πεδινή έκταση πάνω σε βουνό ή λόφο, ορεινή πεδιάδα, υψηλή επίπεδη επιφάνεια της Γης που περιβάλλεται τυπικά από κρημνούς σε μία ή σε περισσότερες πλευρές της
2.φρ. «ωκεάνιο οροπέδιο» — μεγάλη υποθαλάσσια έξαρση με απότομες πλευρές και με εκτεταμένη σχετικά επίπεδη ή ομαλά κεκλιμένη κορυφή, αλλ. υποθαλάσσιο οροπέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορο- (βλ. λ. όρος [II]) + πεδίον «πεδιάδα» (πρβλ. λεκανοπέδιο)].