οσφραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀσφραίνομαι]] και ὀσφραίνω)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] την [[οσμή]] από [[κάτι]], [[μυρίζω]], μού μυρίζει [[κάτι]] («κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], μυρίζομαι, [[παίρνω]] [[μυρωδιά]] («ὀσφραινόμενος τοῦ χρυσίου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] («[[οσφραίνομαι]] τον κίνδυνο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. μτβ.) <i>ὀσφραίνω τινά τινι</i><br />[[κάνω]] κάποιον να μυρίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀσ</i>-<i>φραίνομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οδ</i>-<i>σ</i>-<i>φραίνομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>od</i>- «[[αισθάνομαι]], [[μυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>όζω</i>) με ένσιγμο [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>odor</i>, -<i>ō</i><i>ris</i> «[[μυρωδιά]]», τα σύνθ. σε -<i>ώδης</i>, τη λ. [[οσμή]]), <i>το</i> οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του [[βαθμίδα]], ενώ το β' συνθετικό -<i>φραίνομαι</i> φέρεται ως παράγωγο της λ. [[φρήν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[φραίνω]]) από όπου και η σημ. του ρήματος «[[αισθάνομαι]] την [[οσμή]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]] [[μυρωδιά]]». Μορφολογικά προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. <i>ὀσφρήσομαι</i> και του αορ. [[ὠσφρόμην]], που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς [[προς]] τα <i>αἰσθήσομαι</i> και <i>ἠσθόμην</i> του ρήματος [[αἰσθάνομαι]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τοῦ [[ὠσφρόμην]] με</i> αρχ. ινδ. <i>jighrati</i> «[[αισθάνομαι]]» ή η [[αναγωγή]] τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο <i>όσ</i>-<i>φρος</i> δεν φαίνονται πιθανές].
|mltxt=(Α [[ὀσφραίνομαι]] και ὀσφραίνω)<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] την [[οσμή]] από [[κάτι]], [[μυρίζω]], μού μυρίζει [[κάτι]] («κρομμύων [[ὀσφραίνομαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], μυρίζομαι, [[παίρνω]] [[μυρωδιά]] («ὀσφραινόμενος τοῦ χρυσίου», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] («[[οσφραίνομαι]] τον κίνδυνο»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. μτβ.) <i>ὀσφραίνω τινά τινι</i><br />[[κάνω]] κάποιον να μυρίσει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ὀσ</i>-<i>φραίνομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οδ</i>-<i>σ</i>-<i>φραίνομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>od</i>- «[[αισθάνομαι]], [[μυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>όζω</i>) με ένσιγμο [[επίθημα]] -<i>es</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>odor</i>, -<i>ō</i><i>ris</i> «[[μυρωδιά]]», τα σύνθ. σε -<i>ώδης</i>, τη λ. [[οσμή]]), <i>το</i> οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του [[βαθμίδα]], ενώ το β' συνθετικό -<i>φραίνομαι</i> φέρεται ως παράγωγο της λ. [[φρήν]] ([[πρβλ]]. [[ευφραίνω]]) από όπου και η σημ. του ρήματος «[[αισθάνομαι]] την [[οσμή]], [[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]] [[μυρωδιά]]». Μορφολογικά προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. <i>ὀσφρήσομαι</i> και του αορ. [[ὠσφρόμην]], που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς [[προς]] τα <i>αἰσθήσομαι</i> και <i>ἠσθόμην</i> του ρήματος [[αἰσθάνομαι]]. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τοῦ [[ὠσφρόμην]] με</i> αρχ. ινδ. <i>jighrati</i> «[[αισθάνομαι]]» ή η [[αναγωγή]] τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο <i>όσ</i>-<i>φρος</i> δεν φαίνονται πιθανές].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω)
1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.)
2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῦ χρυσίου», Λουκιαν.)
νεοελλ.
προαισθάνομαι, προμαντεύωοσφραίνομαι τον κίνδυνο»)
αρχ.
1. έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», Πλάτ.)
2. (ενεργ. μτβ.) ὀσφραίνω τινά τινι
κάνω κάποιον να μυρίσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀσ-φραίνομαι (< οδ-σ-φραίνομαι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα od- «αισθάνομαι, μυρίζω» (πρβλ. όζω) με ένσιγμο επίθημα -es- (πρβλ. λατ. odor, -ōris «μυρωδιά», τα σύνθ. σε -ώδης, τη λ. οσμή), το οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του βαθμίδα, ενώ το β' συνθετικό -φραίνομαι φέρεται ως παράγωγο της λ. φρήν (πρβλ. ευφραίνω) από όπου και η σημ. του ρήματος «αισθάνομαι την οσμή, αντιλαμβάνομαι, παίρνω μυρωδιά». Μορφολογικά προβλήματα, ωστόσο, γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. ὀσφρήσομαι και του αορ. ὠσφρόμην, που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς προς τα αἰσθήσομαι και ἠσθόμην του ρήματος αἰσθάνομαι. Η σύνδεση, τέλος, τοῦ ὠσφρόμην με αρχ. ινδ. jighrati «αισθάνομαι» ή η αναγωγή τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο όσ-φρος δεν φαίνονται πιθανές].