πολυμνήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που θυμάται [[πολλά]], που έχει ισχυρή [[μνήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]] «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» (<b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-[[μνήμων]])].
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που θυμάται [[πολλά]], που έχει ισχυρή [[μνήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]] «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» ([[πρβλ]]. [[ιερομνήμων]])].
}}
}}

Revision as of 14:58, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμνήμων Medium diacritics: πολυμνήμων Low diacritics: πολυμνήμων Capitals: ΠΟΛΥΜΝΗΜΩΝ
Transliteration A: polymnḗmōn Transliteration B: polymnēmōn Transliteration C: polymnimon Beta Code: polumnh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, remembering many things, Plu.2.292a, Gal.17(1).605.

German (Pape)

[Seite 666] ον, sich vieler Dinge erinnernd, Plut. quaest. graec. 4.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient de beaucoup de choses.
Étymologie: πολύς, μνήμων.

Russian (Dvoretsky)

πολυμνήμων: 2, gen. ονος обладающий хорошей памятью, памятливый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμνήμων: -ον, ὁ πολλὰ ἐνθυμούμενος, Πλούτ. 2. 292Α.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που θυμάται πολλά, που έχει ισχυρή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνήμων «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» (πρβλ. ιερομνήμων)].