πολυμνήμων: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που θυμάται [[πολλά]], που έχει ισχυρή [[μνήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]] «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» ( | |mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που θυμάται [[πολλά]], που έχει ισχυρή [[μνήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνήμων]] «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» ([[πρβλ]]. [[ιερομνήμων]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:58, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, remembering many things, Plu.2.292a, Gal.17(1).605.
German (Pape)
[Seite 666] ον, sich vieler Dinge erinnernd, Plut. quaest. graec. 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient de beaucoup de choses.
Étymologie: πολύς, μνήμων.
Russian (Dvoretsky)
πολυμνήμων: 2, gen. ονος обладающий хорошей памятью, памятливый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολυμνήμων: -ον, ὁ πολλὰ ἐνθυμούμενος, Πλούτ. 2. 292Α.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που θυμάται πολλά, που έχει ισχυρή μνήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνήμων «αυτός που σκέφτεται, που θυμάται» (πρβλ. ιερομνήμων)].