σιμοτράχηλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τράχηλο κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] ώστε το πρόσωπό του να [[είναι]] σηκωμένο [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]], [[ανωφερής]]» <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] ( | |mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τράχηλο κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] ώστε το πρόσωπό του να [[είναι]] σηκωμένο [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]], [[ανωφερής]]» <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] ([[πρβλ]]. [[σκληροτράχηλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:03, 8 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with concave neck, so that the face is turned upwards, Tz.H. 11.100.
Greek (Liddell-Scott)
σῑμοτράχηλος: -ον, = σιμαύχην, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληροτράχηλος)].