φιλοφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοφάρμακον</i><br />η [[συνήθεια]] της λήψης φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-[[φάρμακος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοφάρμακον</i><br />η [[συνήθεια]] της λήψης φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] ([[πρβλ]]. [[εὐφάρμακος]])].
}}
}}

Revision as of 15:10, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφάρμᾰκος Medium diacritics: φιλοφάρμακος Low diacritics: φιλοφάρμακος Capitals: ΦΙΛΟΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: philophármakos Transliteration B: philopharmakos Transliteration C: filofarmakos Beta Code: filofa/rmakos

English (LSJ)

ον, fond of drugs, Gal.16.322: in bad sense, Cat.Cod.Astr.8(4).158; τὸ φ. ἔθος Paul.Aeg.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοφάρμακον
η συνήθεια της λήψης φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φάρμακον (πρβλ. εὐφάρμακος)].