φρενοτέκτων: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>κωμ.</b> (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>κωμ.</b> (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] ([[πρβλ]]. [[σιδηροτέκτων]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:11, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, building with the mind, ingenious, Ar.Ra.820 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1304] ονος, mit dem Verstande aufbauend, bereitend, Ar. Ran. 820.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.
Étymologie: φρήν, τέκτων.
Russian (Dvoretsky)
φρενοτέκτων: 2, gen. ονος остроумный, изобретательный (ἀνήρ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
φρενοτέκτων: -ον, ὁ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.
Greek Monolingual
-ον, Α
κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηροτέκτων)].
Greek Monotonic
φρενοτέκτων: -ον, αυτός που δημιουργεί με το μυαλό, ιδιοφυής, σε Αριστοφ.