υπάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πέτρωμα]], γη, [[ορυκτό]]) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει [[φλέβα]] αργύρου («[[ὑπάργυρος]] [[πέτρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) ο αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>3.</b> [[επάργυρος]]·4. (για [[σκεύος]]) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] [[ἐπίτηκτος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[προϊόν]]) αυτός που έχει [[αξία]] ίση με το [[βάρος]] του σε άργυρο<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπάργυρον<br />τὸ [[κιννάμωμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-[[άργυρος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.<br />β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πέτρωμα]], γη, [[ορυκτό]]) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει [[φλέβα]] αργύρου («[[ὑπάργυρος]] [[πέτρα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) ο αναμεμιγμένος με άργυρο<br /><b>3.</b> [[επάργυρος]]·4. (για [[σκεύος]]) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ [[ὑπάργυρος]] [[ἐπίτηκτος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[προϊόν]]) αυτός που έχει [[αξία]] ίση με το [[βάρος]] του σε άργυρο<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπάργυρον<br />τὸ [[κιννάμωμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] ([[πρβλ]]. [[ἐπάργυρος]])].
}}
}}

Revision as of 15:12, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.
β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα αργύρου («ὑπάργυρος πέτρα», Ευρ.)
2. (για μέταλλο) ο αναμεμιγμένος με άργυρο
3. επάργυρος·4. (για σκεύος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος», επιγρ.)
5. (για προϊόν) αυτός που έχει αξία ίση με το βάρος του σε άργυρο
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπάργυρον
τὸ κιννάμωμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. ἐπάργυρος)].