χαζομάρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χαζομάρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του χαζού, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[χαζός]] ή να γίνεται [[χαζός]]<br /><b>2.</b> [[λόγος]] ή [[πράξη]] χαζού, [[ανοησία]], ανόητη [[ενέργεια]], [[απερισκεψία]], [[κουταμάρα]] (α. «λέει [[συνεχώς]] χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια [[μεγάλη]] [[χαζομάρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαζός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μάρα]], δηλωτική ελαττώματος (<b>πρβλ.</b> <i>παλαβο</i>-[[μάρα]]) [[κατά]] τα μεγεθ. [[ποδάρα]], [[τρομάρα]]].
|mltxt=και [[χαζομάρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του χαζού, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[χαζός]] ή να γίνεται [[χαζός]]<br /><b>2.</b> [[λόγος]] ή [[πράξη]] χαζού, [[ανοησία]], ανόητη [[ενέργεια]], [[απερισκεψία]], [[κουταμάρα]] (α. «λέει [[συνεχώς]] χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια [[μεγάλη]] [[χαζομάρα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαζός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[μάρα]], δηλωτική ελαττώματος ([[πρβλ]]. [[παλαβομάρα]]) [[κατά]] τα μεγεθ. [[ποδάρα]], [[τρομάρα]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:13, 8 May 2023

Greek Monolingual

και χαζομάρα, η, Ν
1. η ιδιότητα του χαζού, το να είναι κανείς χαζός ή να γίνεται χαζός
2. λόγος ή πράξη χαζού, ανοησία, ανόητη ενέργεια, απερισκεψία, κουταμάρα (α. «λέει συνεχώς χαζομάρες» β. «μού φαίνεται πως έκανα μια μεγάλη χαζομάρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαζός + κατάλ. -μάρα, δηλωτική ελαττώματος (πρβλ. παλαβομάρα) κατά τα μεγεθ. ποδάρα, τρομάρα].