φρονιμίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ανατ.</b> το [[δόντι]] [[τραπεζίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνιμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>τραπεζ</i>-[[ίτης]]). Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>φρονιμῖται</i>, μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ανατ.</b> το [[δόντι]] [[τραπεζίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνιμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[τραπεζίτης]]). Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>φρονιμῖται</i>, μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
ανατ. το δόντι τραπεζίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. τραπεζίτης). Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φρονιμῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].