ψαροπούλι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του πτηνού [[αλκυόνα]], αλλ. [[ψαροφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάρι]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πουλί]] ([[πρβλ]]. <i>θαλασσο</i>-[[πούλι]])].
|mltxt=το, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του πτηνού [[αλκυόνα]], αλλ. [[ψαροφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάρι]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πουλί]] ([[πρβλ]]. [[θαλασσοπούλι]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του πτηνού αλκυόνα, αλλ. ψαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλί (πρβλ. θαλασσοπούλι)].