μισθαποχή: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθαποχή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[συμβόλαιο]] μισθώσεως με προκαταβολική [[πληρωμή]] του μισθώματος<br /><b>2.</b> [[είσπραξη]] μισθού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀποχή]] «[[απόδειξη]] εξοφλήσεως χρέους» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μισθαποχή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[συμβόλαιο]] μισθώσεως με προκαταβολική [[πληρωμή]] του μισθώματος<br /><b>2.</b> [[είσπραξη]] μισθού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀποχή]] «[[απόδειξη]] εξοφλήσεως χρέους» ([[πρβλ]]. [[καταποχή]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ἡ, A contract for hire with payment in advance, BGU409.10 (iv A. D.), PGen.70.15 (iv A.D.). II receipt for wages, PKlein. Form.324.6 (vi A.D.).
Greek Monolingual
μισθαποχή, ἡ (Α)
1. συμβόλαιο μισθώσεως με προκαταβολική πληρωμή του μισθώματος
2. είσπραξη μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποχή «απόδειξη εξοφλήσεως χρέους» (πρβλ. καταποχή)].