χωρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> χωρείδιον, τὸ, Α<br />υποκορ. του [[χωρίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>τροχ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=και σε <b>επιγρ.</b> χωρείδιον, τὸ, Α<br />υποκορ. του [[χωρίον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χώρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[τροχίδιον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[χωρίον]], σε Λυσ., Πλούτ.
|lsmtext='''χωρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[χωρίον]], σε Λυσ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 16:16, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρίδιον Medium diacritics: χωρίδιον Low diacritics: χωρίδιον Capitals: ΧΩΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: chōrídion Transliteration B: chōridion Transliteration C: choridion Beta Code: xwri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of χωρίον 3, Lys.19.28, Plu.Cat.Ma.2; written χωρείδιον IG7.2808.8 (Hyettus, iii A. D.) [ῑ in Com. ap. POxy.1803.23].

German (Pape)

[Seite 1388] τό, dim. von χωρίον; μικρόν Lys. 10, 28; Plut. Cat. mai. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χωρίον.

Russian (Dvoretsky)

χωρίδιον: τό [demin. к χωρίον небольшое поместье, земельный участок Lys., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χωρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χωρίον, Λυσί. 155. 27, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 2.

Greek Monolingual

και σε επιγρ. χωρείδιον, τὸ, Α
υποκορ. του χωρίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. τροχίδιον)].

Greek Monotonic

χωρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χωρίον, σε Λυσ., Πλούτ.