σαρκοβόρος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σαρκοβόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα σαρκοβόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> τα σαρκοφάγα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκοβόρο [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική [[δράση]] πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), | |mltxt=-α, -ο / [[σαρκοβόρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, [[σαρκοφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα σαρκοβόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> τα σαρκοφάγα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκοβόρο [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική [[δράση]] πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), [[πρβλ]]. [[παιδοβόρος]], [[ωμοβόρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 9 May 2023
English (LSJ)
ον, (βορά) eating flesh, carnivorous, ἄνθρωποι Ph.1.665; (ζῷα) Plu.2.956c; θῆρες Man.5.193; also βούβρωστις σ. MAMA4.140 (Apollonia).
German (Pape)
[Seite 863] Fleisch essend, fressend, ζῷα, Plut. ign. an aqua 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange de la chair, carnivore.
Étymologie: σάρξ, βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
σαρκοβόρος: плотоядный (θηρία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σαρκοβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ τρώγων σάρκα, σαρκοφάγος, ζῷον Πλούτ. 2. 956C· ὄρνιθες Μανέθων 5. 193· ― σαρκοβορέω, Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 50· σαρκοβορία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 159.
Greek Monolingual
-α, -ο / σαρκοβόρος, -ον, ΝΑ
1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα
ζωολ. τα σαρκοφάγα
2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό»
βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική δράση πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδοβόρος, ωμοβόρος].