φυγόπολις: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[φυγόπτολις]], -ι, Α<br />αυτός που φεύγει από την [[πόλη]] του, από την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] / [[πτόλις]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>πολις</i>, <i>φιλό</i>-<i>πολις</i>].
|mltxt=και ποιητ. τ. [[φυγόπτολις]], -ι, Α<br />αυτός που φεύγει από την [[πόλη]] του, από την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] / [[πτόλις]]), [[πρβλ]]. [[μισόπολις]], [[φιλόπολις]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:48, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόπολις Medium diacritics: φυγόπολις Low diacritics: φυγόπολις Capitals: ΦΥΓΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: phygópolis Transliteration B: phygopolis Transliteration C: fygopolis Beta Code: fugo/polis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, fleeing from a city, EM328.54.

German (Pape)

[Seite 1312] die Stadt fliehend, meidend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπολις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων ἔκ τινος πόλεως, Ἐτυμολ. Μέγ. 668, 51. 328, 54.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. φυγόπτολις, -ι, Α
αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισόπολις, φιλόπολις].