νεφελοστάσια: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεφελοστάσια]], τὰ (Μ)<br />[[τόπος]] όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη [[σύλληψη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἵσταμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οπλο</i>-<i>στάσιον</i>].
|mltxt=[[νεφελοστάσια]], τὰ (Μ)<br />[[τόπος]] όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη [[σύλληψη]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στάσιο</i>(<i>ν</i>) (<span style="color: red;"><</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἵσταμαι</i>), [[πρβλ]]. [[οπλοστάσιον]]].
}}
}}

Revision as of 10:28, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελοστάσια Medium diacritics: νεφελοστάσια Low diacritics: νεφελοστάσια Capitals: ΝΕΦΕΛΟΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: nephelostásia Transliteration B: nephelostasia Transliteration C: nefelostasia Beta Code: nefelosta/sia

English (LSJ)

[στᾰ], τά, (νεφέλη III, ἵστημι) place where nets are set to catch birds, Id.1928.37.

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοστάσια: τά, (νεφέλη ΙΙΙ, ἵστημι) τόπος, ἐν ᾧ στήνονται νεφέλαι, δηλ. δίκτυα πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Εὐστ. 1928. 27.

Greek Monolingual

νεφελοστάσια, τὰ (Μ)
τόπος όπου στήνονται νεφέλες, δηλ. δίχτια για τη σύλληψη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -στάσιο(ν) (< -στάτης < ἵσταμαι), πρβλ. οπλοστάσιον].