νεοτρεφής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[μόλις]] πήρε [[τροφή]], δηλ. ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=[[νεοτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[μόλις]] πήρε [[τροφή]], δηλ. ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[πολυτρεφής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, newly reared, κόροι Id.Heracl.92 (lyr.), cf. Nonn.D.10.178.
German (Pape)
[Seite 245] ές, frisch genährt, eben geboren; κόροι, Eur. Heracl. 93; Christod. ecphr. 278. Vgl. νεότροφος.
Russian (Dvoretsky)
νεοτρεφής: недавно рожденный, малолетний (κόροι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοτρεφής: -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. Ἡρακλ. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.
Greek Monolingual
νεοτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος
2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυτρεφής].