νεοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοπαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε [[πένθος]] ή σε [[οδύνη]] («ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παθ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>παθ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=[[νεοπαθής]], -ές (Α)<br />αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε [[πένθος]] ή σε [[οδύνη]] («ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παθ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>παθ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]]), [[πρβλ]]. [[πολυπαθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπᾰθής Medium diacritics: νεοπαθής Low diacritics: νεοπαθής Capitals: ΝΕΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: neopathḗs Transliteration B: neopathēs Transliteration C: neopathis Beta Code: neopaqh/s

English (LSJ)

ές, = νεοπενθής 1, A.Eu.514 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 243] ές, in frischem Schmerz, τεκοῦσα νεοπαθής, Aesch. Eum. 489.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la souffrance est récente.
Étymologie: νέος, πάθος.

Russian (Dvoretsky)

νεοπᾰθής: погруженный в свежую скорбь (πατὴρ ἢ τεκοῦσα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπᾰθής: -ές, = νεοπενθής, Αἰσχύλ. Εὐμ. 514· πρβλ. νεοπευθής.

Greek Monolingual

νεοπαθής, -ές (Α)
αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. -παθ-ον, αόρ. β' του πάσχω), πρβλ. πολυπαθής].

Greek Monotonic

νεοπᾰθής: -ές (πάθος), = νεοπενθής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεο-πᾰθής, ές πάθος = νεοπενθής, Aesch.]